θεατρικογράφος

θεατρικογράφος
ο театральный обозреватель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θεατρικογράφος" в других словарях:

  • θεατρικογράφος — ο ο συντάκτης που δημοσιεύει σε εφημερίδες ή περιοδικά θεατρικές ειδήσεις και εντυπώσεις, καθώς και μικρές κριτικές για θεατρικά έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρικός + γράφος*, κατά τα αρθρογράφος, επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… …   Dictionary of Greek

  • θεατρικογράφος — ο δημοσιογράφος που γράφει σχετικά με τη θεατρική κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»